- ηλιόκαυτος
- και λιόκαυτος και ηλιόκαυστος, -η, -ο (Α ἡλιόκαυστος, δωρ. τ. ἁλιόκαυστος, -ον)ο ηλιοκαμένοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το λιόκαυτοψάρι, χταπόδι ή αστακός ξεραμένα στον ήλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + καυτός (< καίω)].
Dictionary of Greek. 2013.